Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) η (κοινωνική) θέση

  • 1 положение

    положение с 1) (местоположение) η θέση, ο τόπος 2) (лоза) η πόζα, η στάση 3) (ситуация ) η κατάσταση 4) (место, роль ) η (κοινωνική) θέση
    * * *
    с
    1) ( местоположение) η θέση, ο τόπος
    2) ( поза) η πόζα, η στάση
    3) ( ситуация) η κατάσταση
    4) (место, роль) η (κοινωνική) θέση

    Русско-греческий словарь > положение

  • 2 общественный

    общественн||ый
    прил в разн. знач. κοινωνικός:
    \общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες.

    Русско-новогреческий словарь > общественный

  • 3 социальный

    επ.
    κοινωνικός•

    социальный прогресс κοινωνική πρόοδος•

    социальный состав населения κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού•

    -ые противоречия κοινωνικές αντιθέσεις•

    -ое положение η κοινωνική θέση•

    -ые науки κοινωνικές επιστήμες.

    εκφρ.
    социальный дарвинизм – κοινωνικός δαρβινισμός (αντιδραστικό κοινωνιολογικό ρεύμα)•
    социальный мир – κοινωνική ειρήνη (παραλλαγή της ειρήνης των τάξεων)•
    -ое обеспечение ή страхование – κοινωνική ασφάλιση.

    Большой русско-греческий словарь > социальный

  • 4 общественный

    επ.
    1. κοινωνικός•

    закон -го развития νόμος της κοινωνικής εξέλιξης•

    строй το κοινωνικό σύστημα•

    -ая жизнь η κοινωνική ζωή•

    -ые отношения οι κοινωνικές σχέσεις•

    -ая собственность κοινωνική ιδιοκτησία•

    -ое положение κοινωνική κατάσταση ή η κοινωνική θέση•

    общественный долг το κοινωνικό χρέος•

    -ые организации οι κοινωνικές οργανώσεις.

    || δημόσιος•

    -ые работы δημόσιες εργασίες•

    -ое имущество δημόσια περιουσία•

    -ое поричиние δημόσια επιτίμηση• ξεμπρόστιασμα.

    || κοινός, συλλογικός•

    -ая обработка земли κοινή καλλιέργεια της γης.

    2. φίλος των συναναστροφών•

    общественный человек κοινωνικός άνθρωπος.

    εκφρ.
    общественный обвинитель – ο δημόσιος κατήγορος.

    Большой русско-греческий словарь > общественный

  • 5 положение

    положени||е
    с
    1. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ὁ τόπος·
    2. (поза) ἡ θέση [-ις], ἡ στάση [-ις], ἡ πόζα·
    3. (состояние) ἡ κατάσταση [-ις]:
    международное \положение ἡ διεθνής κατάσταση· чрезвычайное \положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· затруднительное \положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία, безвыходное \положение τό ἀδιέξοδο[ν], скверное \положение ἡ κατάντια, ἡ ἀσχημη κατάσταση· быть на военном \положениеи βρίσκομαι σέ κατάσταση πολέμου· быть на нелегальном \положениеи εἶμαι σέ παρανομία· выходить из \положениея βρίσκω διέξοδον
    4. (общественное, социальное) ἡ κοινωνική θέση·
    5. (тезис) ἡ θέση, ἡ θέσις:
    основные \положениея οἱ θεμελιώδεις θέσεις·
    6. (закон, устав) ἡ διάταξη [-ις], ὁ κανονισμός, τό καταστατικό·, \положение о выборах ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών ◊ быть в \положениеи (о беременной) разг εἶμαι Εγκυος· на высоте \положениея στό ῦψος τῶν περιστάσεων.

    Русско-новогреческий словарь > положение

  • 6 социальный

    социальный
    прил κοινωνικός:
    \социальныйое положение ἡ κοινωνική θέση· \социальныйое обеспеченяе ἡ κοινωνική πρόνοια.

    Русско-новогреческий словарь > социальный

  • 7 достоинство

    ουδ.
    1. πλεονέκτημα, προτέρημα, αρετή•

    -а и недостатки προτερήματα και ελαττώματα.

    || αξία, σπουδαιότητα.
    2. αξιοπρέπεια•

    считать ниже своего -а θεωρώ κατώτερο της αξιοπρέπειας μου.

    || υπερηφάνεια, αυτοσεβασμός.
    3. αξία, τίμημα•

    монета десятирублвого -а νόμισμα αξίας δέκα ρουβλιών.

    4. παλ. αξίωμα, κοινωνική θέση.
    εκφρ.
    оценить по -у – εκτιμώ κατά την αξία.

    Большой русско-греческий словарь > достоинство

  • 8 положение

    ουδ.
    1. θέση•

    географическое положение η γεωγραφική θέση•

    положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.

    || διάταξη•

    положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.

    || στάση•

    заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•

    положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.

    || κατάταξη•

    его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.

    || πόζα.
    2. κατάσταση• περίσταση•

    положение дел η κατάσταση πραγμάτων•

    находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•

    перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•

    безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•

    сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•

    се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•

    международное положение η διεθνής κατάσταση•

    осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•

    чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•

    безвыходное, положение το αδιέξοδο.

    3. κανονισμός• κώδικας•

    положение о выборах ο κώδικας εκλογών.

    4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•

    -я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.

    εκφρ.
    хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•
    в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα).

    Большой русско-греческий словарь > положение

  • 9 положение

    1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/η
    финансовое - см. экономическое -
    4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение

  • 10 звание

    ουδ.
    1. τίτλος•

    звание героя Советского Союза τίτλος του ήρωα της Σοβιετικης Ενωσης•

    ученное звание επιστημονικός τίτλος•

    почтное звание τιμητικός τίτλος•

    графское звание ο τίτλος του κόμη•

    княжеское звание ο τίτλος του πρίγκιπα.

    || βαθμός, αξίωμα•

    воинское звание στρατίωτικός βαθμός ή υπηρεσιακή θέση.

    2. παλ. όνομα, ονομασία.
    3. κοινωνικό στρώμα, κοινωνική κατάσταση•

    мещанское звание μικροαστικό στρώμα•

    духовное звание κλήρος, ιερατείο•

    низкое звание κατώτερο κοινωνικό στρώμα•

    люди всякого -я άνθρωποι όλων των σίρωμάτων.

    εκφρ.
    одно осталось – (απλ.) μόνο το όνομα απόμεινε (χάθηκε η αίγλη κ.τ.τ.)• и -я нет ούτε το όνομα δεν έμεινε (εξαφανίστηκε εντελώς).

    Большой русско-греческий словарь > звание

  • 11 состояние

    ουδ.
    1. κατάσταση•

    состояние здоровья η κατάσταση της υγείας•

    экономическое состояние страны η οικονομική κατάσταση της χώρας•

    находиться в -и войны βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση•

    нетрезвое состояние κατάσταση μέθης•

    состояние опьянения κατάσταση μέθης•

    газовое состояние αεριώδης κατάσταση•

    семейное состояние οικογενειακή κατάσταση.

    || παλ. ομάδα κοινωνική.
    2. περιουσία•

    не иметь -я δεν έχω περιουσία.

    εκφρ.
    быть в -и – είμαι σε κατάσταση (θέση).

    Большой русско-греческий словарь > состояние

См. также в других словарях:

  • ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή …   Dictionary of Greek

  • Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»